εύφρων

εύφρων
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται από τον Πλίνιο μεταξύ άλλων καλλιτεχνών. Ο Λύσιππος ήταν σύγχρονός του. 3. Πολιτικός από τη Σικυώνα (4ος αι. π.Χ.). Σύμμαχος των Σπαρτιατών και αρχηγός του φιλοσπαρτιατικού κόμματος έως το 369 π.Χ. Στη συνέχεια, προσχώρησε στον Επαμεινώνδα. Για τις πεποιθήσεις του οι συμπολίτες τους τον απομάκρυναν από τη Σικυώνα. Όταν γύρισε το 367 π.Χ., με τη βοήθεια των Αργείων και των Αρκάδων, αποκατέστησε τη δημοκρατία στην πόλη. Πολύ γρήγορα όμως παραμέρισε τους στρατηγούς και έγινε απόλυτος κύριος και αιμοσταγής τύραννος με μισθοφορικό στρατό, τον οποίο συντηρούσε από το δημόσιο ταμείο. Επειδή ο Ε. κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι προκάλεσε εσωτερικές ταραχές, τους εξόρισε. Έχοντας όμως τον φόβο για τη ζωή του έφυγε τελικά από την πόλη. Όταν αποπειράθηκε να γυρίσει και πάλι, δολοφονήθηκε από κάποιους συμπατριώτες του, με τη βοήθεια των δημοκρατικών, στην Καδμεία. Οι οπαδοί του μετέφεραν το σώμα του στη Σικυώνα, όπου οι συμπατριώτες του τον τίμησαν ως ήρωα. 4. Εγγονός του προηγούμενου και γιος του Αδέα (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Ήταν αρχηγός του κόμματος των φιλαθηναίων της Σικυώνας. Όταν επικράτησαν οι Μακεδόνες, το 323 π.Χ., εξορίστηκε. Μόλις ξέσπασε ο Λαμιακός πόλεμος, γύρισε πίσω στην πατρίδα του, όπου σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον της Μακεδονικής φρουράς. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι τον είχαν τιμήσει με πολιτικά δικαιώματα, ανέθρεψαν τον γιο του με δαπάνες του δημοσίου. 5. Αθηναίος κωμικός ποιητής (3ος αι. π.Χ.). Τα έργα του ανήκουν στη λεγόμενη Νέα αττική κωμωδία. Από τις κωμωδίες του αναφέρονται κυρίως εκείνες που τιτλοφορούνται Αδελφοί Αίσχρα, Μούσαι. Επίσης, σώθηκαν και έντεκα αποσπάσματα κωμωδιών του.
* * *
-ον (Α εὔφρων, επικ. τ. ἐΰφρων, -ον)
νεοελλ.
φρόνιμος, συνετός, σώφρων
αρχ.
1. (για πρόσ.) χαρούμενος, γεμάτος ευφροσύνη, ευχαριστημένος («εἴ πέρ τις... δαίνυται εὔφρων», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που προκαλεί ευθυμία ή αγαλλίαση, ο ευχάριστος («εὔφρων οἶμος», Πίνδ.)
3. αυτός που έχει καλές διαθέσεις, ο ευμενής, ο αγαθός
4. (για λόγο) εύφημος («πῶς εὔφρον' εἴπω;», Αισχύλ.).
επίρρ...
εὐφρόνως (Α)
1. με ευφροσύνη
2. ευμενώς, με ευνοϊκή διάθεση («ἀλλ' αὐτὸν εὐφρόνως σὺ πράϋνον λόγοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φρων (< φρην) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν- (πρβλ. ά-φρων, εχέ-φρων). Παρλλ. τ. εΰ-φρων.
ΠΑΡ. ευφραίνω, ευφροσύνη
αρχ.
ευφρονέων, ευφρόνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Εὔφρων — cheerful masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφρων — cheerful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύφρων — εὔφρων cheerful masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρονέστερον — εὔφρων cheerful masc acc comp sg εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφρονα — εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc pl εὔφρων cheerful masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὖφρον — εὔφρων cheerful masc/fem voc sg εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύφρονα — εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc pl (epic) εὔφρων cheerful masc/fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρονεστέρους — εὔφρων cheerful masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐφρόνων — Εὔφρων cheerful masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόνων — εὔφρων cheerful gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”